Χάροντας

Χάροντας
ο
βλ. Χάρος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Χάροντας — ο, Ν βλ. Χάρων …   Dictionary of Greek

  • χαρόντισσα — η, Ν η σύζυγος τού χάροντα («γιατί δειπνάει ο χάροντας με τη χαρόντισσά του», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάροντας + κατάλ. ισσα (πρβλ. βασίλ ισσα)] …   Dictionary of Greek

  • Χάρων — I Λογογράφος, γιος του Πυθοκλή ή του Πυθέα, που ήκμασε λίγο πριν από τον Ηρόδοτο, επί Αρταξέρξη του A’. Ερεύνησε την ιστορία των ασιατικών λαών, και έγραψε Περσικά, Ελληνικά, Αιθιοπικά, Κρητικά, Λιβυκά, Κτίσεις πόλεων, Περίπλουν των εκτός των… …   Dictionary of Greek

  • δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

  • χάρος — Μεγάλη ύφαλος στο βόρειο Αιγαίο, 10 μίλια από τις ακτές της Λήμνου. Είναι πολύ επικίνδυνη για τα πλοία γιατί σε πολλά σημεία το νερό φτάνει μόλις τις τρεις οργυιές. * * * ο, Ν 1. ο θάνατος και, ιδίως, η προσωποποίηση τού θανάτου, ο χάροντας («για …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες …   Dictionary of Greek

  • Χθόνιοι θεοί — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαία Ελλάδα οι θεοί και οι δαίμονες που είχαν σχέση με τον Άδη ή τη χθόνα (Γη). Κυριότεροι ήταν ο Πλούτωνας, η Περσεφόνη, η Δήμητρα, ο Χθόνιος Ερμής, η Εκάτη, ο Χάροντας και ο Θάνατος. Τους προσέφεραν σπονδές και τους… …   Dictionary of Greek

  • Χάρος — Χάρος, ο και Χάροντας, ο 1. προσωποποίηση του θανάτου: Χάρο δε φοβάται. 2. φρ., «Τον πήρε ο Χάρος», πέθανε. 3. φρ., «Τον βλέπω σαν το Χάρο μου», τον μισώ, όπως μισώ και το Χάρο μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”